χωρίσιμος

χωρίσιμος
χωρ-ίσῐμος [pron. full] [ῐς], η, ον,
A separate (?), PFlor.64.9, al. (iv A. D.); written [full] χωρήσιμος PLond.5.1653.47 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωρίσιμος — και χωρήσιμος, η, ον, Α [χώρισις] πιθ. χωριστός ή αυτός που μπορεί να διαχωριστεί …   Dictionary of Greek

  • χωρήσιμος — ον, Α βλ. χωρίσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”